Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprimàte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [priˈmate] 1 πριμάτος 2 αρχιεπίσκοπος 3 πρωθιεράρχης 4 επίσκοπος ανώτερος άλλων primati ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός Προσφορά I.P.A.: [priˈmati] πρωτεύοντα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |