ItalianoGreco


primàte  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [priˈmate]

1 πριμάτος
2 αρχιεπίσκοπος
3 πρωθιεράρχης
4 επίσκοπος ανώτερος άλλων

primati  
ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός

Προσφορά I.P.A.: [priˈmati]

πρωτεύοντα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---