Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprigióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [priˈʤone] η φυλακή permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαmettere in prigione = βάζω στα σίδερα Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |