Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprigionìa
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [priʤoˈnia] 1 κάθειρξη 2 κράτηση 3 φυλάκιση 4 εγκλεισμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |