Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prigionìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [priʤoˈnia]

1 κάθειρξη
2 κράτηση
3 φυλάκιση
4 εγκλεισμός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prigione prigioniero  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prezzolato (αρσ. επίθ και ουσ)
priamo (ουσ αρσ )
priapismo (ουσ αρσ )
priapo (ουσ αρσ )
prigione (θηλ.ουσ)
prigionia (θηλ.ουσ)
prigioniero (ουσ αρσ )
prigioniero (επίθ.)
prillare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
prima (θηλ.ουσ)
prima (πρόθ.)
prima (επίρ.)
primariamente (επίρ.)
primario (ουσ αρσ )
primario (επίθ.)
primate (ουσ αρσ )
primati (ουσ αρσ πληθ.)
primaticcio (επίθ.)
primatista (ουσ αρσ και θηλ.)
primato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---