Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prevìsto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [preˈvisto]

το προβλεπόμενο

prevìsto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [preˈvisto]

1 εκτιμώμενος
2 προβλεπόμενος
3 αναμενόμενος
4 προβλεφθείς
5 προσχεδιασμένος
6 σχεδιασμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  previsione prevosto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

previdenza (θηλ.ουσ)
previdenziale (επίθ.)
previo (επίθ.)
previsionale (επίθ.)
previsione (θηλ.ουσ)
previsto (ουσ αρσ )
previsto (επίθ.)
prevosto (ουσ αρσ )
preziario (αρσ. επίθ και ουσ)
preziosamente (επίρ.)
preziosismo (ουσ αρσ )
preziosità (θηλ.ουσ)
prezioso (ουσ αρσ )
prezioso (επίθ.)
prezzare (ρ. μτβ.)
prezzemolo (ουσ αρσ )
prezzo (ουσ αρσ )
prezzolare (ρ. μτβ.)
prezzolato (αρσ. επίθ και ουσ)
priamo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---