prevìsto
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [preˈvisto]
το προβλεπόμενο
prevìsto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [preˈvisto]
1 εκτιμώμενος
2 προβλεπόμενος
3 αναμενόμενος
4 προβλεφθείς
5 προσχεδιασμένος
6 σχεδιασμένος
ουσιαστικό αρσενικό
Προσφορά I.P.A.: [preˈvisto]
το προβλεπόμενο
prevìsto
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [preˈvisto]
1 εκτιμώμενος
2 προβλεπόμενος
3 αναμενόμενος
4 προβλεφθείς
5 προσχεδιασμένος
6 σχεδιασμένος
permalink
previsto (ουσ αρσ )
previsto (επίθ.)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android