Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpreventìvo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [prevenˈtivo] η πρόβλεψη κόστους preventìvo επίθετο Προσφορά I.P.A.: [prevenˈtivo] 1 προληπτικός 2 προφυλακτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |