Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


preventìvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [prevenˈtivo]

η πρόβλεψη κόστους

preventìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [prevenˈtivo]

1 προληπτικός
2 προφυλακτικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  preventivato preventorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prevendita (θηλ.ουσ)
prevenire (ρ. μτβ.)
preventivamente (επίρ.)
preventivare (ρ. μτβ.)
preventivato (αρσ. επίθ και ουσ)
preventivo (ουσ αρσ )
preventivo (επίθ.)
preventorio (ουσ αρσ )
prevenuto (ουσ αρσ )
prevenuto (επίθ.)
prevenzione (θηλ.ουσ)
previamente (επίρ.)
previdente (επίθ.)
previdentemente (επίρ.)
previdenza (θηλ.ουσ)
previdenziale (επίθ.)
previo (επίθ.)
previsionale (επίθ.)
previsione (θηλ.ουσ)
previsto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---