Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prevalére  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [prevaˈlere]

1 κυριαρχώ
2 επιβάλλομαι
3 επικρατώ
4 υπερισχύω
5 επιχωριάζω
6 διαδίδομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prevalenza prevaricare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pretto (επίθ.)
pretura (θηλ.ουσ)
prevalente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
prevalentemente (επίρ.)
prevalenza (θηλ.ουσ)
prevalere (ρ.αμτβ.)
prevaricare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
prevaricatore (αρσ. επίθ και ουσ)
prevaricazione (θηλ.ουσ)
prevedere (ρ. μτβ.)
prevedibile (επίθ.)
prevedibilità (θηλ.ουσ)
prevendita (θηλ.ουσ)
prevenire (ρ. μτβ.)
preventivamente (επίρ.)
preventivare (ρ. μτβ.)
preventivato (αρσ. επίθ και ουσ)
preventivo (ουσ αρσ )
preventivo (επίθ.)
preventorio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---