Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prevalenteménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [prevalenteˈmente]

1 κυρίως
2 με την πιο μεγάλη διάδοση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prevalente prevalenza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pretrattare (ρ. μτβ.)
prettamente (επίρ.)
pretto (επίθ.)
pretura (θηλ.ουσ)
prevalente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
prevalentemente (επίρ.)
prevalenza (θηλ.ουσ)
prevalere (ρ.αμτβ.)
prevaricare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
prevaricatore (αρσ. επίθ και ουσ)
prevaricazione (θηλ.ουσ)
prevedere (ρ. μτβ.)
prevedibile (επίθ.)
prevedibilità (θηλ.ουσ)
prevendita (θηλ.ουσ)
prevenire (ρ. μτβ.)
preventivamente (επίρ.)
preventivare (ρ. μτβ.)
preventivato (αρσ. επίθ και ουσ)
preventivo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---