Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prètto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈprɛtto]

1 απαραποίητος
2 αληθής
3 γνήσιος
4 σκέτος
5 πούρος
6 αληθινός
7 άπεφθος
8 αμάλαγος
9 ακέραιος
10 ακραιφνής
11 ατόφιος
12 λαγαρός
13 παρθένος
14 καθαρός
15 αγνός
16 άψογος
17 εμπεριστατωμένος
18 πλήρης
19 διεξοδικός
20 πραγματικός
21 φανερός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prettamente pretura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pretorio (ουσ αρσ )
pretorio (επίθ.)
pretrattamento (ουσ αρσ )
pretrattare (ρ. μτβ.)
prettamente (επίρ.)
pretto (επίθ.)
pretura (θηλ.ουσ)
prevalente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
prevalentemente (επίρ.)
prevalenza (θηλ.ουσ)
prevalere (ρ.αμτβ.)
prevaricare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
prevaricatore (αρσ. επίθ και ουσ)
prevaricazione (θηλ.ουσ)
prevedere (ρ. μτβ.)
prevedibile (επίθ.)
prevedibilità (θηλ.ουσ)
prevendita (θηλ.ουσ)
prevenire (ρ. μτβ.)
preventivamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---