Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prevaricatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [prevarikaˈtore]

1 σφετεριστής ξένων χρημάτων
2 σφετεριστής
3 καταχραστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prevaricare prevaricazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prevalente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
prevalentemente (επίρ.)
prevalenza (θηλ.ουσ)
prevalere (ρ.αμτβ.)
prevaricare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
prevaricatore (αρσ. επίθ και ουσ)
prevaricazione (θηλ.ουσ)
prevedere (ρ. μτβ.)
prevedibile (επίθ.)
prevedibilità (θηλ.ουσ)
prevendita (θηλ.ουσ)
prevenire (ρ. μτβ.)
preventivamente (επίρ.)
preventivare (ρ. μτβ.)
preventivato (αρσ. επίθ και ουσ)
preventivo (ουσ αρσ )
preventivo (επίθ.)
preventorio (ουσ αρσ )
prevenuto (ουσ αρσ )
prevenuto (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---