Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprevaricatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [prevarikaˈtore] 1 σφετεριστής ξένων χρημάτων 2 σφετεριστής 3 καταχραστής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |