ItalianoGreco


prevaricàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [prevariˈkare]

1 υποκλέπτω
2 υφαρπάζω
3 ενθυλακώνω
4 σφετερίζομαι ξένα χρήματα
5 σφετερίζομαι
6 ενεργώ άτιμα
7 καταχρώμαι
8 είμαι άτιμος
9 υπεξαιρώ
10 κλέβω
11 αντιποιούμαι


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---