Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prevaricàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [prevariˈkare]

1 υποκλέπτω
2 υφαρπάζω
3 ενθυλακώνω
4 σφετερίζομαι ξένα χρήματα
5 σφετερίζομαι
6 ενεργώ άτιμα
7 καταχρώμαι
8 είμαι άτιμος
9 υπεξαιρώ
10 κλέβω
11 αντιποιούμαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prevalere prevaricatore  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pretura (θηλ.ουσ)
prevalente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
prevalentemente (επίρ.)
prevalenza (θηλ.ουσ)
prevalere (ρ.αμτβ.)
prevaricare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
prevaricatore (αρσ. επίθ και ουσ)
prevaricazione (θηλ.ουσ)
prevedere (ρ. μτβ.)
prevedibile (επίθ.)
prevedibilità (θηλ.ουσ)
prevendita (θηλ.ουσ)
prevenire (ρ. μτβ.)
preventivamente (επίρ.)
preventivare (ρ. μτβ.)
preventivato (αρσ. επίθ και ουσ)
preventivo (ουσ αρσ )
preventivo (επίθ.)
preventorio (ουσ αρσ )
prevenuto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---