Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pretorìle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [pretoˈrile]

ο του ειρηνοδίκη ή του ειρηνοδικείου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pretoriano pretorio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pretino (ουσ αρσ )
pretonico (επίθ.)
pretore (ουσ αρσ )
pretoriano (ουσ αρσ )
pretoriano (επίθ.)
pretorile (επίθ.)
pretorio (ουσ αρσ )
pretorio (επίθ.)
pretrattamento (ουσ αρσ )
pretrattare (ρ. μτβ.)
prettamente (επίρ.)
pretto (επίθ.)
pretura (θηλ.ουσ)
prevalente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
prevalentemente (επίρ.)
prevalenza (θηλ.ουσ)
prevalere (ρ.αμτβ.)
prevaricare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
prevaricatore (αρσ. επίθ και ουσ)
prevaricazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---