Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpretìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [preˈtino] 1 νεαρός ιερέας 2 παπαδάκι permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |