Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pretestuóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [pretestuˈoso], [pretestuˈozo]

χρησιμοποιούμενος ως πρόφαση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pretesto pretino  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pretesco (επίθ.)
preteso (αρσ. επίθ και ουσ)
pretesta (θηλ.ουσ)
pretestato (επίθ.)
pretesto (ουσ αρσ )
pretestuoso (επίθ.)
pretino (ουσ αρσ )
pretonico (επίθ.)
pretore (ουσ αρσ )
pretoriano (ουσ αρσ )
pretoriano (επίθ.)
pretorile (επίθ.)
pretorio (ουσ αρσ )
pretorio (επίθ.)
pretrattamento (ουσ αρσ )
pretrattare (ρ. μτβ.)
prettamente (επίρ.)
pretto (επίθ.)
pretura (θηλ.ουσ)
prevalente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---