Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


preterméttere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [preterˈmettere]

1 παραβλέπω
2 παρασιωπώ
3 παραλείπω
4 αμελώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  preterizione pretermissione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

preterintenzionalità (θηλ.ουσ)
preterire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
preterito (ουσ αρσ )
preterito (επίθ.)
preterizione (θηλ.ουσ)
pretermettere (ρ. μτβ.)
pretermissione (θηλ.ουσ)
preternaturale (επίθ.)
pretesa (θηλ.ουσ)
pretesco (επίθ.)
preteso (αρσ. επίθ και ουσ)
pretesta (θηλ.ουσ)
pretestato (επίθ.)
pretesto (ουσ αρσ )
pretestuoso (επίθ.)
pretino (ουσ αρσ )
pretonico (επίθ.)
pretore (ουσ αρσ )
pretoriano (ουσ αρσ )
pretoriano (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---