Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόpressurizzàre
ρήμα μεταβατικό Προσφορά I.P.A.: [pressuridˈdzare] διατηρώ ατμοσφαιρική πίεση (σε αεροσκάφος) permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |