Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prestatóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [prestaˈtore]

δανειστής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prestarsi prestavoce  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prestanome (ουσ αρσ και θηλ.)
prestante (αρσ. επίθ και ουσ)
prestanza (θηλ.ουσ)
prestare (ρ. μτβ.)
prestarsi (ρ. μ. αμτβ.)
prestatore (ουσ αρσ )
prestavoce (ουσ αρσ και θηλ.)
prestazione (θηλ.ουσ)
prestezza (θηλ.ουσ)
prestidigitazione (θηλ.ουσ)
prestigiatore (ουσ αρσ )
prestigio (ουσ αρσ )
prestigioso (επίθ.)
prestito (ουσ αρσ )
presto (επίθ.)
presto (επίρ.)
presule (ουσ αρσ )
presumere (ρ. μτβ.)
presumibile (επίθ.)
presumibilmente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---