Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prèsule  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈprɛzule]

1 δεσπότης
2 επίσκοπος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  presto presumere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prestigio (ουσ αρσ )
prestigioso (επίθ.)
prestito (ουσ αρσ )
presto (επίθ.)
presto (επίρ.)
presule (ουσ αρσ )
presumere (ρ. μτβ.)
presumibile (επίθ.)
presumibilmente (επίρ.)
presuntivo (επίθ.)
presunto (αρσ. επίθ και ουσ)
presuntuosaggine (θηλ.ουσ)
presuntuosamente (επίρ.)
presuntuosita (θηλ.ουσ)
presuntuoso (ουσ αρσ )
presuntuoso (επίθ.)
presunzione (θηλ.ουσ)
presuola (θηλ.ουσ)
presupporre (ρ. μτβ.)
presupposizione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---