Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


presupposizióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [presuppozitˈtsjone]

1 προΰπαρξη δεδομένων
2 προϋπόθεση
3 όρος
4 συνθήκη
5 προκαταρκτική συνθήκη
6 εικασία
7 υπόθεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  presupporre presupposto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

presuntuoso (ουσ αρσ )
presuntuoso (επίθ.)
presunzione (θηλ.ουσ)
presuola (θηλ.ουσ)
presupporre (ρ. μτβ.)
presupposizione (θηλ.ουσ)
presupposto (αρσ. επίθ και ουσ)
pretaglia (θηλ.ουσ)
prêt–à–porter (ουσ αρσ )
prete (ουσ αρσ )
pretendente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pretendere (ρ. μτβ.)
pretensioso (αρσ. επίθ και ουσ)
pretenziosità (θηλ.ουσ)
pretenzioso (αρσ. επίθ και ουσ)
preterintenzionale (επίθ.)
preterintenzionalità (θηλ.ουσ)
preterire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
preterito (ουσ αρσ )
preterito (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---