Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


presuppósto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [presupˈposto]

1 εικασία
2 υπόθεση
3 προϋπόθεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  presupposizione pretaglia  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


i presupposti [αρσ. πλυθ.] = τα φόντα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

presuntuoso (επίθ.)
presunzione (θηλ.ουσ)
presuola (θηλ.ουσ)
presupporre (ρ. μτβ.)
presupposizione (θηλ.ουσ)
presupposto (αρσ. επίθ και ουσ)
pretaglia (θηλ.ουσ)
prêt–à–porter (ουσ αρσ )
prete (ουσ αρσ )
pretendente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pretendere (ρ. μτβ.)
pretensioso (αρσ. επίθ και ουσ)
pretenziosità (θηλ.ουσ)
pretenzioso (αρσ. επίθ και ουσ)
preterintenzionale (επίθ.)
preterintenzionalità (θηλ.ουσ)
preterire (ρ. μτβ. και αμετβ.)
preterito (ουσ αρσ )
preterito (επίθ.)
preterizione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---