Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


presuntìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [prezunˈtivo], [presunˈtivo]

1 υπολογίσιμος
2 πιθανός
3 προβλέψιμος
4 υποθετικός
5 εκτιμητός
6 φαινόμενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  presumibilmente presunto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

presto (επίρ.)
presule (ουσ αρσ )
presumere (ρ. μτβ.)
presumibile (επίθ.)
presumibilmente (επίρ.)
presuntivo (επίθ.)
presunto (αρσ. επίθ και ουσ)
presuntuosaggine (θηλ.ουσ)
presuntuosamente (επίρ.)
presuntuosita (θηλ.ουσ)
presuntuoso (ουσ αρσ )
presuntuoso (επίθ.)
presunzione (θηλ.ουσ)
presuola (θηλ.ουσ)
presupporre (ρ. μτβ.)
presupposizione (θηλ.ουσ)
presupposto (αρσ. επίθ και ουσ)
pretaglia (θηλ.ουσ)
prêt–à–porter (ουσ αρσ )
prete (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---