Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


presuntuosàggine  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [prezuntwoˈsadʤine], [presuntwoˈsadʤine]

1 επίδειξη παλικαρισμού
2 ξιπασιά
3 έπαρση
4 κοκόρεμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  presunto presuntuosamente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

presumere (ρ. μτβ.)
presumibile (επίθ.)
presumibilmente (επίρ.)
presuntivo (επίθ.)
presunto (αρσ. επίθ και ουσ)
presuntuosaggine (θηλ.ουσ)
presuntuosamente (επίρ.)
presuntuosita (θηλ.ουσ)
presuntuoso (ουσ αρσ )
presuntuoso (επίθ.)
presunzione (θηλ.ουσ)
presuola (θηλ.ουσ)
presupporre (ρ. μτβ.)
presupposizione (θηλ.ουσ)
presupposto (αρσ. επίθ και ουσ)
pretaglia (θηλ.ουσ)
prêt–à–porter (ουσ αρσ )
prete (ουσ αρσ )
pretendente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pretendere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---