Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


presumìbile  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [prezuˈmibile], [presuˈmibile]

1 δυνητικός
2 πιθανός
3 ενδεχόμενος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  presumere presumibilmente  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prestito (ουσ αρσ )
presto (επίθ.)
presto (επίρ.)
presule (ουσ αρσ )
presumere (ρ. μτβ.)
presumibile (επίθ.)
presumibilmente (επίρ.)
presuntivo (επίθ.)
presunto (αρσ. επίθ και ουσ)
presuntuosaggine (θηλ.ουσ)
presuntuosamente (επίρ.)
presuntuosita (θηλ.ουσ)
presuntuoso (ουσ αρσ )
presuntuoso (επίθ.)
presunzione (θηλ.ουσ)
presuola (θηλ.ουσ)
presupporre (ρ. μτβ.)
presupposizione (θηλ.ουσ)
presupposto (αρσ. επίθ και ουσ)
pretaglia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---