Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprèstito
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈprɛstito] 1 (operazione) ο δανεισμός 2 (somma) το δάνειο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαprendere in prestito = δανείζομαι Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |