Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prèstito  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈprɛstito]

1 (operazione) ο δανεισμός
2 (somma) το δάνειο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prestigioso presto  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


prendere in prestito = δανείζομαι


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

prestezza (θηλ.ουσ)
prestidigitazione (θηλ.ουσ)
prestigiatore (ουσ αρσ )
prestigio (ουσ αρσ )
prestigioso (επίθ.)
prestito (ουσ αρσ )
presto (επίθ.)
presto (επίρ.)
presule (ουσ αρσ )
presumere (ρ. μτβ.)
presumibile (επίθ.)
presumibilmente (επίρ.)
presuntivo (επίθ.)
presunto (αρσ. επίθ και ουσ)
presuntuosaggine (θηλ.ουσ)
presuntuosamente (επίρ.)
presuntuosita (θηλ.ουσ)
presuntuoso (ουσ αρσ )
presuntuoso (επίθ.)
presunzione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---