Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόprèsto
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ˈprɛsto] 1 γρήγορος 2 έτοιμος 3 προετοιμασμένος prèsto επίρρημα Προσφορά I.P.A.: [ˈprɛsto] 1 (tra poco, in fretta) γρήγορα 2 (di buon'ora) νωρίς permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |