Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prestànte  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [presˈtante]

1 ευπρόσωπος
2 ωραίος
3 ευπρεπής
4 ευπαρουσίαστος
5 εμφανίσιμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prestanome prestanza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pressostato (ουσ αρσ )
pressurizzare (ρ. μτβ.)
pressurizzazione (θηλ.ουσ)
prestabilire (ρ. μτβ.)
prestanome (ουσ αρσ και θηλ.)
prestante (αρσ. επίθ και ουσ)
prestanza (θηλ.ουσ)
prestare (ρ. μτβ.)
prestarsi (ρ. μ. αμτβ.)
prestatore (ουσ αρσ )
prestavoce (ουσ αρσ και θηλ.)
prestazione (θηλ.ουσ)
prestezza (θηλ.ουσ)
prestidigitazione (θηλ.ουσ)
prestigiatore (ουσ αρσ )
prestigio (ουσ αρσ )
prestigioso (επίθ.)
prestito (ουσ αρσ )
presto (επίθ.)
presto (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---