Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prestàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [presˈtare]

δανείζω

prestàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [presˈtarsi]

1 δανείζομαι
2 συγκατατίθεμαι
3 συναινώ
4 βοηθώ
5 είμαι κατάλληλος
6 καθίσταμαι χρήσιμος
7 επιδοκιμάζω
8 εγκρίνω
9 συμφωνώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  prestanza prestatore  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


prestare soccorso = παρέχω βοήθεια


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pressurizzazione (θηλ.ουσ)
prestabilire (ρ. μτβ.)
prestanome (ουσ αρσ και θηλ.)
prestante (αρσ. επίθ και ουσ)
prestanza (θηλ.ουσ)
prestare (ρ. μτβ.)
prestarsi (ρ. μ. αμτβ.)
prestatore (ουσ αρσ )
prestavoce (ουσ αρσ και θηλ.)
prestazione (θηλ.ουσ)
prestezza (θηλ.ουσ)
prestidigitazione (θηλ.ουσ)
prestigiatore (ουσ αρσ )
prestigio (ουσ αρσ )
prestigioso (επίθ.)
prestito (ουσ αρσ )
presto (επίθ.)
presto (επίρ.)
presule (ουσ αρσ )
presumere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---