Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


prèsso  
πρόθεση

Προσφορά I.P.A.: [ˈprɛsso]

πλησίον, παρά

prèsso  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ˈprɛsso]

1 κοντά
2 συστάδην
3 παραπλεύρως
4 δίπλα
5 πλάι
6 πέριξ
7 πλησίον
8 σε μικρή απόσταση
9 κοντινά
10 παραδώθε
11 εγγύς
12 σιμά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pressione pressoché  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


alloggiare presso qualcuno = μένω στο σπίτι κάποιου


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pressare (ρ. μτβ.)
pressatore (ουσ αρσ )
pressatura (θηλ.ουσ)
pressi (ουσ αρσ πληθ.)
pressione (θηλ.ουσ)
presso (πρόθ.)
presso (επίρ.)
pressoché (επίρ.)
pressofusione (θηλ.ουσ)
pressoio (ουσ αρσ )
pressostato (ουσ αρσ )
pressurizzare (ρ. μτβ.)
pressurizzazione (θηλ.ουσ)
prestabilire (ρ. μτβ.)
prestanome (ουσ αρσ και θηλ.)
prestante (αρσ. επίθ και ουσ)
prestanza (θηλ.ουσ)
prestare (ρ. μτβ.)
prestarsi (ρ. μ. αμτβ.)
prestatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---