Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pressióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [presˈsjone]

η πίεση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pressi presso  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


pentola [θηλ.] a pressione = η χύτρα ταχύτητας


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pressappoco (επίρ.)
pressare (ρ. μτβ.)
pressatore (ουσ αρσ )
pressatura (θηλ.ουσ)
pressi (ουσ αρσ πληθ.)
pressione (θηλ.ουσ)
presso (πρόθ.)
presso (επίρ.)
pressoché (επίρ.)
pressofusione (θηλ.ουσ)
pressoio (ουσ αρσ )
pressostato (ουσ αρσ )
pressurizzare (ρ. μτβ.)
pressurizzazione (θηλ.ουσ)
prestabilire (ρ. μτβ.)
prestanome (ουσ αρσ και θηλ.)
prestante (αρσ. επίθ και ουσ)
prestanza (θηλ.ουσ)
prestare (ρ. μτβ.)
prestarsi (ρ. μ. αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---