Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pressappòco  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [,prɛssapˈpɔko]

1 περίπου
2 γύρω
3 τριγύρω
4 πάνω κάτω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pressappochista pressare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

pressante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pressapaglia (ουσ αρσ και θηλ.)
pressapoco (επίρ.)
pressappochismo (ουσ αρσ )
pressappochista (ουσ αρσ και θηλ.)
pressappoco (επίρ.)
pressare (ρ. μτβ.)
pressatore (ουσ αρσ )
pressatura (θηλ.ουσ)
pressi (ουσ αρσ πληθ.)
pressione (θηλ.ουσ)
presso (πρόθ.)
presso (επίρ.)
pressoché (επίρ.)
pressofusione (θηλ.ουσ)
pressoio (ουσ αρσ )
pressostato (ουσ αρσ )
pressurizzare (ρ. μτβ.)
pressurizzazione (θηλ.ουσ)
prestabilire (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---