Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


pressànte  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [presˈsante]

1 επείγων
2 πιεστικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  pressaforaggio pressapaglia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

presocratico (ουσ αρσ )
presocratico (επίθ.)
pressa (θηλ.ουσ)
pressacarte (ουσ αρσ )
pressaforaggio (ουσ αρσ και θηλ.)
pressante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
pressapaglia (ουσ αρσ και θηλ.)
pressapoco (επίρ.)
pressappochismo (ουσ αρσ )
pressappochista (ουσ αρσ και θηλ.)
pressappoco (επίρ.)
pressare (ρ. μτβ.)
pressatore (ουσ αρσ )
pressatura (θηλ.ουσ)
pressi (ουσ αρσ πληθ.)
pressione (θηλ.ουσ)
presso (πρόθ.)
presso (επίρ.)
pressoché (επίρ.)
pressofusione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---