Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

opercolàto (αρσ. επίθ και ουσ) oppiàto (επίθ.)
opèrcolo (ουσ αρσ ) òppio (ουσ αρσ )
operétta (θηλ.ουσ) oppiòmane (ουσ αρσ και θηλ.)
operettìsta (ουσ αρσ και θηλ.) oppiòmane (επίθ.)
operettìstico (επίθ.) oppiomanìa (θηλ.ουσ)
operìsta (ουσ αρσ και θηλ.) opponènte (ουσ αρσ και θηλ.)
operìstico (επίθ.) opponènte (επίθ.)
operosaménte (επίρ.) opponìbile (επίθ.)
operosità (θηλ.ουσ) oppórre (ρ. μτβ.)
operóso (επίθ.) oppórsi (ρ. μ. αμτβ.)
opifìcio (ουσ αρσ ) opportunaménte (επίρ.)
opìmo (επίθ.) opportunìsmo (ουσ αρσ )
opinàbile (αρσ. επίθ και ουσ) opportunìsta (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
opinàre (ρ. μτβ.) opportunìstico (επίθ.)
opinióne (θηλ.ουσ) opportunità (θηλ.ουσ)
opistòtono (ουσ αρσ ) opportùno (επίθ.)
ópla, oplà (επιφ.) oppositóre (ουσ αρσ )
oplìta (ουσ αρσ ) opposizióne (θηλ.ουσ)
oplìte (ουσ αρσ ) oppósto (ουσ αρσ )
opopònaco (ουσ αρσ ) oppósto (επίθ.)
opòssum (ουσ αρσ ) oppressióne (θηλ.ουσ)
opoterapìa (θηλ.ουσ) oppressìvo (επίθ.)
oppiàceo (επίθ.) opprèsso (ουσ αρσ )
oppiàre (ρ. μτβ.) opprèsso (επίθ.)
oppiàto (ουσ αρσ ) oppressóre (ουσ αρσ )

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: