Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nòrma (θηλ.ουσ) nostalgicaménte (επίρ.)
normàle (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.) nostàlgico (αρσ. επίθ και ουσ)
normalità (θηλ.ουσ) nostràle (επίθ.)
normalizzàre (ρ. μτβ.) nostràno (αρσ. επίθ και ουσ)
normalizzazióne (θηλ.ουσ) nòstro (ουσ αρσ )
normalménte (επίρ.) nostròmo (ουσ αρσ )
Normandìa (κύρ.όν. θηλ.) nòta (θηλ.ουσ)
normànno (αρσ. επίθ και ουσ) notàbile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
normatìva (θηλ.ουσ) notabilità (θηλ.ουσ)
normatività (θηλ.ουσ) notàio (ουσ αρσ )
normatìvo (επίθ.) notàre (ρ. μτβ.)
normògrafo (ουσ αρσ ) notarésco (επίθ.)
norvegése (ουσ αρσ και θηλ.) notariàto (ουσ αρσ )
norvegése (επίθ.) notarìle (επίθ.)
Norvègia (θηλ.ουσ) notazióne (θηλ.ουσ)
nosocomiàle (επίθ.) nòtes (ουσ αρσ )
nosocòmio (ουσ αρσ ) notévole (επίθ.)
nosofobìa (θηλ.ουσ) notìfica (θηλ.ουσ)
nosografìa (θηλ.ουσ) notificàre (ρ. μτβ.)
nosogràfico (επίθ.) notificazióne (θηλ.ουσ)
nosologìa (θηλ.ουσ) notìsta (ουσ αρσ και θηλ.)
nosològico (επίθ.) notìzia (θηλ.ουσ)
nosomanìa (θηλ.ουσ) notiziàrio (ουσ αρσ )
nossignóre (επίρ.) nòto (ουσ αρσ )
nostalgìa (θηλ.ουσ) nòto (επίθ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: