Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nosofobìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [nozofoˈbia]

νοσοφοβία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nosocomio nosografia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

norvegese (ουσ αρσ και θηλ.)
norvegese (επίθ.)
Norvegia (θηλ.ουσ)
nosocomiale (επίθ.)
nosocomio (ουσ αρσ )
nosofobia (θηλ.ουσ)
nosografia (θηλ.ουσ)
nosografico (επίθ.)
nosologia (θηλ.ουσ)
nosologico (επίθ.)
nosomania (θηλ.ουσ)
nossignore (επίρ.)
nostalgia (θηλ.ουσ)
nostalgicamente (επίρ.)
nostalgico (αρσ. επίθ και ουσ)
nostrale (επίθ.)
nostrano (αρσ. επίθ και ουσ)
nostro (ουσ αρσ )
nostromo (ουσ αρσ )
nota (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---