Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nosocomiàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [nozokoˈmjale]

νοσοκομειακός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  Norvegia nosocomio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

normativo (επίθ.)
normografo (ουσ αρσ )
norvegese (ουσ αρσ και θηλ.)
norvegese (επίθ.)
Norvegia (θηλ.ουσ)
nosocomiale (επίθ.)
nosocomio (ουσ αρσ )
nosofobia (θηλ.ουσ)
nosografia (θηλ.ουσ)
nosografico (επίθ.)
nosologia (θηλ.ουσ)
nosologico (επίθ.)
nosomania (θηλ.ουσ)
nossignore (επίρ.)
nostalgia (θηλ.ουσ)
nostalgicamente (επίρ.)
nostalgico (αρσ. επίθ και ουσ)
nostrale (επίθ.)
nostrano (αρσ. επίθ και ουσ)
nostro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---