Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


normògrafo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [norˈmɔgrafo]

1 μέταλλο με διάτρητη επιγραφή
2 εκτύπωση με stencil


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  normativo norvegese  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Normandia (κύρ.όν. θηλ.)
normanno (αρσ. επίθ και ουσ)
normativa (θηλ.ουσ)
normatività (θηλ.ουσ)
normativo (επίθ.)
normografo (ουσ αρσ )
norvegese (ουσ αρσ και θηλ.)
norvegese (επίθ.)
Norvegia (θηλ.ουσ)
nosocomiale (επίθ.)
nosocomio (ουσ αρσ )
nosofobia (θηλ.ουσ)
nosografia (θηλ.ουσ)
nosografico (επίθ.)
nosologia (θηλ.ουσ)
nosologico (επίθ.)
nosomania (θηλ.ουσ)
nossignore (επίρ.)
nostalgia (θηλ.ουσ)
nostalgicamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---