Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


norvegése  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [norveˈʤese], [norveˈʤeze]

1 (persona) ο Νορβηγός, η Νορβηγίδα
2 (lingua) τα νορβιγηκά

norvegése  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [norveˈʤese], [norveˈʤeze]

νορβηγικός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  normografo Norvegia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

normanno (αρσ. επίθ και ουσ)
normativa (θηλ.ουσ)
normatività (θηλ.ουσ)
normativo (επίθ.)
normografo (ουσ αρσ )
norvegese (ουσ αρσ και θηλ.)
norvegese (επίθ.)
Norvegia (θηλ.ουσ)
nosocomiale (επίθ.)
nosocomio (ουσ αρσ )
nosofobia (θηλ.ουσ)
nosografia (θηλ.ουσ)
nosografico (επίθ.)
nosologia (θηλ.ουσ)
nosologico (επίθ.)
nosomania (θηλ.ουσ)
nossignore (επίρ.)
nostalgia (θηλ.ουσ)
nostalgicamente (επίρ.)
nostalgico (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---