Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nostàlgico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [nosˈtalʤiko]

1 νοσταλγός
2 νοσταλγικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nostalgicamente nostrale  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nosologico (επίθ.)
nosomania (θηλ.ουσ)
nossignore (επίρ.)
nostalgia (θηλ.ουσ)
nostalgicamente (επίρ.)
nostalgico (αρσ. επίθ και ουσ)
nostrale (επίθ.)
nostrano (αρσ. επίθ και ουσ)
nostro (ουσ αρσ )
nostromo (ουσ αρσ )
nota (θηλ.ουσ)
notabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
notabilità (θηλ.ουσ)
notaio (ουσ αρσ )
notare (ρ. μτβ.)
notaresco (επίθ.)
notariato (ουσ αρσ )
notarile (επίθ.)
notazione (θηλ.ουσ)
notes (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---