Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


notàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [noˈtajo]

ο/η συμβουλαιογράφος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  notabilità notare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nostro (ουσ αρσ )
nostromo (ουσ αρσ )
nota (θηλ.ουσ)
notabile (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
notabilità (θηλ.ουσ)
notaio (ουσ αρσ )
notare (ρ. μτβ.)
notaresco (επίθ.)
notariato (ουσ αρσ )
notarile (επίθ.)
notazione (θηλ.ουσ)
notes (ουσ αρσ )
notevole (επίθ.)
notifica (θηλ.ουσ)
notificare (ρ. μτβ.)
notificazione (θηλ.ουσ)
notista (ουσ αρσ και θηλ.)
notizia (θηλ.ουσ)
notiziario (ουσ αρσ )
noto (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---