Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


notificàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [notifiˈkare]

1 κοινοποιώ
2 ενημερώνω
3 μηνώ
4 προαναγγέλλω
5 πληροφορώ
6 γνωστοποιώ
7 ανακοινώνω
8 δηλώνω
9 ειδοποιώ
10 διαμηνύω


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  notifica notificazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

notarile (επίθ.)
notazione (θηλ.ουσ)
notes (ουσ αρσ )
notevole (επίθ.)
notifica (θηλ.ουσ)
notificare (ρ. μτβ.)
notificazione (θηλ.ουσ)
notista (ουσ αρσ και θηλ.)
notizia (θηλ.ουσ)
notiziario (ουσ αρσ )
noto (ουσ αρσ )
noto (επίθ.)
notocorda (θηλ.ουσ)
notoriamente (επίρ.)
notorietà (θηλ.ουσ)
notorio (αρσ. επίθ και ουσ)
nottambulismo (ουσ αρσ )
nottambulo (αρσ. επίθ και ουσ)
nottata (θηλ.ουσ)
notte (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---