Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnotorietà
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [notorjeˈta] 1 κακοδοξία 2 περιβόητη διασημότητα 3 διασημότητα (με κακή έννοια) 4 κακή φήμη permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |