Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nottùrno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [notˈturno]

1 νυχτερινή σύνθεση για πιάνο
2 πίνακας με νύχτα ή δειλινό
3 ακολουθία που ψάλλεται κατά τα χαράματα
4 πρώτος όρθρος
5 αυγινή ακολουθία

nottùrno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [notˈturno]

νυχτερινός (-ή, -ό)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nottolone notula  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


guardia [θηλ.] notturna = ο νυχτοφύλακας || guardiano [αρσ.] notturno = ο νυχτοφύλακας || locale [αρσ.] notturno = η νυχτερινή λέσχη, το νυχτερινό κέντρο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nottiluca (θηλ.ουσ)
nottivago (αρσ. επίθ και ουσ)
nottola (θηλ.ουσ)
nottolino (ουσ αρσ )
nottolone (ουσ αρσ )
notturno (ουσ αρσ )
notturno (επίθ.)
notula (θηλ.ουσ)
notulare (ρ. μτβ.)
noumeno (ουσ αρσ )
nova (θηλ.ουσ)
novale (επίθ.)
novanta ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
novantenne (ουσ αρσ )
novantenne (θηλ.ουσ)
novantenne (επίθ.)
novantennio (ουσ αρσ )
novantesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
novantina (θηλ.ουσ)
novatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---