Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnovantènne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [novanˈtɛnne] άντρας ενενήντα χρονών novantènne ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [novanˈtɛnne] γυναίκα ενενήντα χρονών novantènne επίθετο Προσφορά I.P.A.: [novanˈtɛnne] 1 ενενηντάρης 2 ενενήντα χρονών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |