Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnòva
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ˈnɔva] 1 νεολαμπής αστέρας 2 νόβα 3 αστέρας νόβα 4 καινοφανής αστέρας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |