Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnovatóre
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [novaˈtore] 1 ρηξικέλευθος 2 νεωτεριστής 3 καινοτόμος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |