Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


novatóre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [novaˈtore]

1 ρηξικέλευθος
2 νεωτεριστής
3 καινοτόμος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  novantina novazione  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

novantenne (θηλ.ουσ)
novantenne (επίθ.)
novantennio (ουσ αρσ )
novantesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
novantina (θηλ.ουσ)
novatore (αρσ. επίθ και ουσ)
novazione (θηλ.ουσ)
nove (αρσ. επίθ και ουσ)
novecentesco (επίθ.)
novecentesimo (αρσ. επίθ και ουσ)
novecentismo (ουσ αρσ )
novecentista (ουσ αρσ και θηλ.)
novecentista (επίθ.)
novecentistico (επίθ.)
Novecento (ουσ αρσ )
novecento (επίθ.)
novella (θηλ.ουσ)
novellame (ουσ αρσ )
novellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
novellatore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---