Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


novecènto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [noveˈʧɛnto]

(secolo) ο Εικοστός Αιώνας

novecènto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [noveˈʧɛnto]

εννιακόσια


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  novecentistico novella  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

novecentesimo (αρσ. επίθ και ουσ)
novecentismo (ουσ αρσ )
novecentista (ουσ αρσ και θηλ.)
novecentista (επίθ.)
novecentistico (επίθ.)
Novecento (ουσ αρσ )
novecento (επίθ.)
novella (θηλ.ουσ)
novellame (ουσ αρσ )
novellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
novellatore (ουσ αρσ )
novelletta (θηλ.ουσ)
novelliere (ουσ αρσ )
novellino (ουσ αρσ )
novellino (επίθ.)
novellista (ουσ αρσ και θηλ.)
novellistica (θηλ.ουσ)
novello (αρσ. επίθ και ουσ)
novembre (ουσ αρσ )
novembrino (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---