Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


novellìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [novelˈlino]

1 αρχάριος
2 άβγαλτος
3 αμάθητος σε κακουχίες
4 πρωτάρης
5 πρωτόβγαλτος νέος
6 στραβάδι

novellìno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [novelˈlino]

1 αδαής
2 ανίδεος
3 ανοικονόμητος
4 άβγαλτος
5 άπειρος
6 πρόωρος
7 νέος
8 πρώιμος
9 πρωτόλουβος
10 πρωτοκαιρίτικος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  novelliere novellista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

novellame (ουσ αρσ )
novellare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
novellatore (ουσ αρσ )
novelletta (θηλ.ουσ)
novelliere (ουσ αρσ )
novellino (ουσ αρσ )
novellino (επίθ.)
novellista (ουσ αρσ και θηλ.)
novellistica (θηλ.ουσ)
novello (αρσ. επίθ και ουσ)
novembre (ουσ αρσ )
novembrino (επίθ.)
novemila ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
novena (θηλ.ουσ)
novenario (επίθ.)
novendiale (αρσ. επίθ και ουσ)
novennale (επίθ.)
novenne (ουσ αρσ )
novenne (θηλ.ουσ)
novenne (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---