Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnovellìno
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [novelˈlino] 1 αρχάριος 2 άβγαλτος 3 αμάθητος σε κακουχίες 4 πρωτάρης 5 πρωτόβγαλτος νέος 6 στραβάδι novellìno επίθετο Προσφορά I.P.A.: [novelˈlino] 1 αδαής 2 ανίδεος 3 ανοικονόμητος 4 άβγαλτος 5 άπειρος 6 πρόωρος 7 νέος 8 πρώιμος 9 πρωτόλουβος 10 πρωτοκαιρίτικος permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |