Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόnovellière
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [novelˈljɛre] 1 συλλογή διηγημάτων 2 διηγηματογράφος 3 συγγραφέας ιστοριών permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |