Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


novèllo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [noˈvɛllo]

1 πρωτοκαιρίτικος
2 πρώιμος
3 πρωτόφαντος
4 πρωτόλουβος
5 πρόσφατος
6 νέος
7 άλλος
8 δεύτερος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  novellistica novembre  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

novelliere (ουσ αρσ )
novellino (ουσ αρσ )
novellino (επίθ.)
novellista (ουσ αρσ και θηλ.)
novellistica (θηλ.ουσ)
novello (αρσ. επίθ και ουσ)
novembre (ουσ αρσ )
novembrino (επίθ.)
novemila ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
novena (θηλ.ουσ)
novenario (επίθ.)
novendiale (αρσ. επίθ και ουσ)
novennale (επίθ.)
novenne (ουσ αρσ )
novenne (θηλ.ουσ)
novenne (επίθ.)
novennio (ουσ αρσ )
noverare (ρ. μτβ.)
novero (ουσ αρσ )
novilunio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---