ItalianoGreco


novèllo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [noˈvɛllo]

1 πρωτοκαιρίτικος
2 πρώιμος
3 πρωτόφαντος
4 πρωτόλουβος
5 πρόσφατος
6 νέος
7 άλλος
8 δεύτερος


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---