Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


nottìvago  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [notˈtivago]

1 περιπλανώμενος τη νύχτα
2 νυκτόβιος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  nottiluca nottola  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

nottambulo (αρσ. επίθ και ουσ)
nottata (θηλ.ουσ)
notte (θηλ.ουσ)
nottetempo (επίρ.)
nottiluca (θηλ.ουσ)
nottivago (αρσ. επίθ και ουσ)
nottola (θηλ.ουσ)
nottolino (ουσ αρσ )
nottolone (ουσ αρσ )
notturno (ουσ αρσ )
notturno (επίθ.)
notula (θηλ.ουσ)
notulare (ρ. μτβ.)
noumeno (ουσ αρσ )
nova (θηλ.ουσ)
novale (επίθ.)
novanta ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
novantenne (ουσ αρσ )
novantenne (θηλ.ουσ)
novantenne (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---