Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


notazióne  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [notatˈtsjone]

1 σύστημα χαρακτήρων και συμβόλων
2 αρίθμηση σελίδων
3 σχόλιο
4 σημειογραφία
5 σημείωση


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  notarile notes  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

notaio (ουσ αρσ )
notare (ρ. μτβ.)
notaresco (επίθ.)
notariato (ουσ αρσ )
notarile (επίθ.)
notazione (θηλ.ουσ)
notes (ουσ αρσ )
notevole (επίθ.)
notifica (θηλ.ουσ)
notificare (ρ. μτβ.)
notificazione (θηλ.ουσ)
notista (ουσ αρσ και θηλ.)
notizia (θηλ.ουσ)
notiziario (ουσ αρσ )
noto (ουσ αρσ )
noto (επίθ.)
notocorda (θηλ.ουσ)
notoriamente (επίρ.)
notorietà (θηλ.ουσ)
notorio (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---